ολκαδοπιττωτής

ολκαδοπιττωτής
ὁλκαδοπιττωτής, ὁ (Α)
αυτός που αλείφει με πίσσα τις ολκάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκάς, -άδος + πιττωτής, αττ. τ. τού πισσωτής (< πισσῶ < πίσσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”